Ο Νίκος Μάθεσης ή Τρελάκιας –γιος ψαρά από τη Σαλαμίνα – αναφέρει σε μια αφήγησή του:
« Η Δραπετσώνα δεν ήταν όπως τώρα που τη γνώρισες εσύ Κολωνάκι. Η Δραπετσώνα ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στέκια της μαγκιάς. Στους τεκέδες της και στα Βούρλα σύχναζαν κάθε καρυδιάς καρύδι. Στους τεκέδες οι μάγκες κάπνιζαν ναργιλέ».
Στην «Κρεμμυδαρού» ήταν πολλοί τεκέδες όπως του Μίχαλου, του Σάλωνα, του Μαρκεζίνη, του Σαραντόπουλου και άλλων.
Ο τεκές του Μίχαλου αποτελεί βασικό φόντο του μυθιστορήματος που έγραψε ο καρδιολόγος και μουσικός Γιάννης Τσιαντής και εξέδωσαν οι εκδόσεις Μετρονόμος.
Το βιβλίο:Ένα οδοιπορικό στην Δραπετσώνα
Το Κορίτσι του τεκέ είναι ένα μυθιστόρημα κινηματογραφικής γραφής, βασισμένο στη διαδρομή του προπολεμικού ρεμπέτικου ήχου του Πειραιά και της Δραπετσώνας, έτσι όπως διαμορφώθηκε στους τεκέδες, στα κακόφημα πορνεία των Βούρλων και στα προσφυγικά παραπήγματα, μέσα σε ένα κοινωνικό συνονθύλευμα προσφυγιάς, μέθης, πορνείας και φτώχειας.
Το μυθιστόρημα ταλαντεύεται μεταξύ ιστορίας και επινόησης ακολουθώντας το χρονικό μιας από τις ελάχιστες και άγνωστες τραγουδίστριες του τεκέ στα Χιώτικα της Δραπετσώνας, ενός κοριτσιού που γεννήθηκε το 1905 και έζησε στον τεκέ του Μίχαλου, στα σκληρά χρόνια του νταή Πειραιώτη.
Αφιερωμένο στην ανώνυμη, μη ηχογραφημένη τραγουδίστρια του τεκέ, που τραγούδησε, μέθυσε και εκπορνεύτηκε με ηθική και σεβασμό.
Μια ιεροτελεστία που υπερβαίνει τη διαφορά του ταλαίπωρου μεροκαματιάρη από αυτή του παράνομου νταή, δυναμώνοντας την αδελφικότητά μας. Ναι, την αδελφικότητά μας. Μιας και ο αναστεναγμός των ανθρώπων είναι κοινός.
Η γραφή του Τσιαντή μάς συστήνει με έναν συγγραφέα που θα παρακολουθούμε από εδώ και στο εξής. Παραστατικός, εικονοπλάστης, ακριβής και τολμηρός αποδίδει με χειρουργική σχεδόν ακρίβεια το σκηνικό του Πειραιά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, με την άφιξη των προσφύγων από την Μικρά Ασία που άλλαξαν δια παντός το ελληνικό τραγούδι και, φυσικά, όχι μόνο.
Στις σελίδες του βιβλίου, ερχόμαστε σε επαφή και με αγαπημένα, λιγότερο ή περισσότερο γνωστά, ρεμπέτικα τραγούδια, που παρουσιάζονται, στην πλειοψηφία τους, μαζί με την ιστορία που φημολογείται ότι τα ακολουθεί.
Έτσι, το βιβλίο παντρεύει την μυθοπλασία με την ιστορία, χωρίς να είναι ιστορικό, αλλά καταφέρνοντας να γίνεται στα σημεία ντοκουμενταρίστικο και ακριβές.
Πέντε Μάγκες του Περαία
«Ο Μίχαλος ξάπλωσε στο πάτωμα και μπάνισε από την τρύπα. Είδε τα δίχρωμα σκαρπίνια του Βετούλα…Ακολούθησαν άλλα πέντε ζευγάρια κι ένας σκύλος που φέρμαρε την ποντικότρυπα.
-Ήρθανε, είπε κι έδειξε το κουτσό του πόδι.
-Ποιοι; ρώτησαν ταυτόχρονα οι γυναίκες.
-Ο Βαγγέλας κι η παρέα του. Οι πέντε πιο βαρύμαγκες του Πειραιά. Μην κουνηθείτε ρούπι! είπε κι έτρεξε προς τα μέσα.
Οι μάγκες τούτοι συνήθιζαν να σουλατσάρουν όλοι μαζί. Παρότι ήταν έξι, τα αδερφάκια μετρούσαν για ένα, κι έτσι στην πιάτσα έμειναν γνωστοί ως πέντε μάγκες του Περαία, ξακουστοί με τ’ όνομα που λένε: Βαγγέλας, Τζώρτζης, αδελφοί Περιβόλα, Νίκος ο Τρελάκιας, Μαρίνος με τον Μούργο του. Φορτωμένοι μαστούρα από τον προηγούμενο τεκέ του Σάλωνα, μπουκάραν στου Μίχαλου για το τελειωτικό χαρμάνι.
(…)
Οι μάγκες κάθισαν σιωπηλοί στις μαξιλάρες, ακούγοντας το ταξίμι και περιμένοντας τον επόμενο αργιλές. Ο θερμαστής ζωήρεψε, έπιασε ένα ζεϊμπεκάκι φυλακής, χωρίς λόγια, μόνο στακάτη πενιά, κι ο Τζώρτζης σηκώθηκε να ρίξει δυο στροφές. Η Μανταλιώ το άκουγε από μέσα. (…)
Οι μάγκες πάγωσαν, έβλεπαν ένα μικρό κορίτσι κιάκουγαν ένα γέρικο αηδόνι να κελαηδάει στιχάκια της πιάτσας. (..) Γυναίκα σε τεκέ πρώτη φορά τραγούδησε, αλλά και πρώτη φορά κάθισε αντρίκια στο ίδιο στασίδι με χασικλήδες και ρεμπέτες της φυλακής και της γύρας. (…) μέχρι που έσβησε ο αργιλές και ο γερο-Μίχαλος πετάχτηκε έντρομος, να φέρει καρβουνάκια και περσικό μαύρο.
-Στάκα, Μίχαλε! Θέλουμε να μας σερβίρει η μικρή, κι αν η γκλάβα μας γεμίσει, αντί για δυο τάλαρα, τρία θα πληρώσουμε, φώναξε ο Περιβόλας.
Η Μανταλιώ δεν κώλωσε, πήρε δυο χούφτες από το τσουβάλι και τις έριξε πάνω στον λουλά. Οι μάγκες πήγαιναν για το τελειωτικό, να γίνουν κοψίδια και να κλείσουν τη βραδιά τους. Τράβηξε πρώτος ο Βαγγέλας μια βαθιά ως τα πνευμόνια και έδωσε το καλάμι στον επόμενο.
Πέρασαν πέντ γύρες και το σούρωσαν το χαρμάνι.. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και ψάχνονταν να δουν τι έγινε. Κανείς τους δεν την άκουσε!
-Τζούρα ήτανε! χασκογέλασε ο θερμαστής, κι οι πέντε μάγκες γύρισαν και κοίταξαν αγριεμένοι τη μικρή.
Η Μανταλιώ είχε μπερδέψει τα τσουβέλια. Αντί για χόρτο, τράβηξε από το τσουβάλι με το τουμπεκί, σκέτο καπνό δηλαδή. Ο Μήτσος ο θερμαστής έμπηξε τα γέλια μέχρι δακρύων.
Οι πέντε μάγκες έφαγαν τα σιροπιαστά κανταϊφια για να κρύψουν την ντροπή και τράβηξαν για τις σπηλιές της Πειραϊκής κουβαλώντας μαζί τους την κουρελού.
Έπειτα από χρόνια,ο Γιοβάν Τσαούς άκουσε την ιστορία από έναν άγνωστο φυλακόβιο και σκάρωσε ένα από τα καλύτερα ρεμπέτικα τραγούδια όλων των εποχών.»
«-Ρε σεις, έτσι αφιλόξενα θα τη βγάλει ο άνθρωπος; Φέρτε να τον τρατάρουμε κατιτίς, τράβα, ρε Μανωλάκη, να φέρεις το καλάμι και το κρασί.
-Όπα, έχουμε απ’όλα; Γιατί τον είδα ζόρικο τον Καπετανάκη.
-Άσ’ τον αυτόν, μυρωδιά δεν παίρνει. Έκοψε τα πάρε δώσε με τους φύλακες και νομίζει ότι έπιασε τον παπά. Ας είναι καλά η υπόγα κι η Κυριακούλα, αδερφάκι μου!
-Ο τεκές πίσω απ’ τη Στρατώνα. Τον έχει η Κυριακούλα, που’χει τα τάλιρα και τις τσιγαριές στη ζούλα. Κι αν μπουκάρει και κανένας φύλακας με το κούφιο κι αμολήσει και καμία στην οροφή, τον λαδώνει στο τάλιρο και τραβάει ψιλοκομμένο τουμπεκί για κανα μήνα.
Αργά το βράδυ, πετάει και σ’ εμάς κάνα ψιλό στα παράθυρα. «Καλόπιοτο!» μας φωνάζει και πάει για ύπνο.
Οι μάγκες ήπιαν ένα λουλουδάκι και μια δυο μπουκάλες κρασί για τα καλωσορίσματα. Ο Μήτσος έβγαλε από το σακάκι του το μπαγλαμαδάκι και άρχσε να λαλάει μαστουριασμένος.