Ο Πέτρος Καψομενάκης, ο γιος του «μπάτσου» που έκανε παρέα με τον Τσιτσάνη και τον Τσαρούχη, ο καλλιτέχνης που φτιάχνει χειροποίητες γυναικείες ζώνες και τσάντες, ο άνθρωπος που προτού γίνει μαραθωνοδρόμος είχε ανέβει τον Ολυμπο, το Κιλιμάντζαρο, τις Ανδεις και τα Ιμαλάια μιλάει στον Δημήτρη Δανίκα
Τον έβλεπα, του μιλούσα, τον άκουγα, πολλές φορές διαφωνούσα. Ομως δεν ήξερα πως δίπλα μου είχα την ευλογημένη τύχη να κουβεντιάζω με τον Ελληνα Ράινχολντ Μέσνερ. Τον πρώτο, τον μεγαλύτερο, τον σπουδαιότερο «βουνάνθρωπο» της χώρας! Που πριν γίνει μαραθωνοδρόμος είχε ανέβει στα Ιμαλάια!
Πώς μου ήρθε και ανέσυρα την περίπτωση του Πέτρου Καψομενάκη; Επειδή βαρέθηκα τα ίδια και τα ίδια. Οπως κι εσείς. Ετσι, προηγουμένως, εντελώς τυχαία, έπεσα πάνω στο όνομα του Ράινχολντ Μέσνερ. Σήμερα, 76. Από τη γερμανόφωνη ιταλική αυτόνομη επαρχία του νότιου Τιρόλο. Ετσι, διάβασα γι’ αυτόν ότι «θα μπορούσε να είναι ένας μυθικός ήρωας, του οποίου η ιδέα των άθλων και μόνο εμπνέει τους κοινούς θνητούς». Με λίγα λόγια, ο Μέσνερ είναι ο πρώτος άνθρωπος που κατέκτησε και τις 14 κορυφές της Γης άνω των 8.000 μέτρων. Ο πρώτος που αναρριχήθηκε σε όλες χωρίς εμφιαλωμένο οξυγόνο.
Ο πρώτος που σκαρφάλωσε στο Εβερεστ μόνος του. Ο πρώτος που διέσχισε την Ανταρκτική με σκι. Ο πρώτος που διέσχισε την έρημο Γκόμπι. Και ο μοναδικός «βουνάνθρωπος» που τώρα ζει σε ένα μεσαιωνικό κάστρο στη μέση του πουθενά! Τα ξέρατε όλα αυτά; Μπα! Ούτε κι εγώ. Περισσότερα γνωρίζουμε, ακόμα και λεπτομέρειες για τα στρινγκάκια και τα μποξεράκια όλων των δυστυχισμένων μειρακίων που λαμβάνουν μέρος στο GNTM παρά για έναν ογκόλιθο με το όνομα Μέσνερ. Δεν σας αδικώ.
Και δεν σας αδικώ γιατί και εγώ επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια τον έβλεπα, τον συναντούσα και έπινα το καφεδάκι μου μαζί του. Εκεί, στο θρυλικό «Daily» επί της Ξενοκράτους, του Γιώργου Ρεγγίνα, με το καλύτερο espresso της πόλης διά χειρός Γρηγόρη. Τον έβλεπα, του μιλούσα, τον άκουγα, πολλές φορές διαφωνούσα. Ομως δεν ήξερα πως δίπλα μου είχα την ευλογημένη τύχη να κουβεντιάζω με τον Ελληνα Ράινχολντ Μέσνερ. Τον πρώτο, τον σπουδαιότερο «βουνάνθρωπο» της χώρας!
Το πρώτο πράγμα που έμαθα γι’ αυτόν ήταν πως από τη δεκαετία του ’80 μέχρι σήμερα φτιάχνει χειροποίητες γυναικείες ζώνες και τσάντες. «Πόσο κάνει αυτή;» τον ρώτησα. Οταν μου είπε την τιμή, παραλίγο να μου φύγει το τσερβέλο. «Μα είναι εξωφρενικό!» του είπα. «Α, είσαι κι εσύ ένας από τους Ελληνάρες του ετοιματζίδικου, του ένα στα γρήγορα, του ποπ κορν και του χάμπουργκερ», μου είπε. Ο Πέτρος Καψομενάκης έχει τη χειρότερη γνώμη για το μεγάλο πλήθος των συμπατριωτών του: «Είναι τόσο εκμαυλισμένοι, τόσο χαλασμένοι, όσο κανείς άλλος λαός σε ολόκληρη την Ευρώπη».
Μαραθωνοδρόμος στον Ορειβατικό Μαραθώνιο Ολύμπου, τον Ιούλιο του 1986
Το δεύτερο πράγμα που έμαθα γι’ αυτόν είναι ο απίστευτος όγκος μουσικών, κινηματογραφικών και λογοτεχνικών γνώσεων. Δεν υπάρχει τίτλος ταινίας, ακόμα και της πιο περιθωριακής και σχετικά άγνωστης, και δεν υπάρχει συγκρότημα απ’ όλα τα είδη της αγγλοσαξονικής, αμερικανικής και afro μουσικής που να μην ξέρει και να μην έχει ακούσει. Πρωταθλητής!
Και το τρίτο, η καταγωγή του. Αυτός, ο δύστροπος, ο σολίστας ρητορικής, ο απόλυτος και δογματικός αλλά και καλλιεργημένος και διαφορετικός, είναι γόνος αξιωματικού της Αστυνομίας, εκείνης της πρώτης καραμανλικής περιόδου όπου «όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα».
- Αστυνομικός;
«Ναι, αλλά τι αστυνομικός! Εκανε παρέα με Βασίλη Τσιτσάνη και Γιάννη Τσαρούχη. Ευαίσθητος και συγκινησιακός. Κατάλαβα πολλά από αυτόν».
- Από έναν τόσο ακραίο δεξιό της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου;
«Αν τότε δεν ψήφιζες ΕΡΕ, δεν είχες μισή πιθανότητα να φορέσεις στολή».
Τότε, λοιπόν, η οικογένεια του «μπάτσου» Καψομενάκη κατοικούσε σε έναν χωματόδρομο, πλησίον Λυκαβηττού, με την ονομασία «Δώρα Δ’ Ιστρια» (από το όνομα της Ρουμάνας και φιλελληνίδας Ντόρα Ντ’ Ιστρια).
Για τα πάντα και τους πάντες -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων-, τη χειρότερη γνώμη. Από τηλεόραση μέχρι μοδάτα φαγάδικα. Ολα δήθεν. Ολα πέτσινα. Ολα ένα μεγάλο τίποτα. Και για όλα και για όλους έχει γνώμη. Τη χειρότερη.
Να μη σας μεταφέρω τι σούρνει στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ταχαριστερούς του Αλέξη Τσίπρα. Και εκεί που πιάνεις τον εαυτό σου να διαφωνεί με όλες αυτές τις δογματικές, ακραίες τοποθετήσεις. Εκεί που έχεις εξαντληθεί από τόσες αλλεπάλληλες και άκαρπες συγκρούσεις, κάποιος από την παρέα σού λέει, έτσι στα γρήγορα, «ξέρεις ποιος είναι αυτός;». Ποιος; «Ο πρώτος και μεγαλύτερος Ελληνας “βουνάνθρωπος” όλων των εποχών». Τόμπολα!
Είναι μικροσκοπικός. Είναι μεγάλος (τώρα 65), αλλά πάντα έφηβος. Σε έξι μήνες θα γίνει, για πρώτη φορά, μπαμπάς. Είναι καθημερινός αλλά και ξεχωριστός. Ενας ασυνήθιστα συνηθισμένος άνθρωπος. Κάθε φράση που βγαίνει από το στόμα του σε κάνει ακόμα πιο κοντό. Σε συρρικνώνει.
Αν αυτός ο τύπος έχει καταφέρει να σκαρφαλώσει, χωρίς οξυγόνο, στις μεγαλύτερες βουνοκορφές του γήινου σύμπαντος. Αν το έχει κάνει χωρίς εκπαίδευση, χωρίς τεχνική και χωρίς χορηγούς. Αν έχει διανύσει, στο πηγαινέλα, μια απόσταση 500 χιλιομέτρων, όσο Αθήνα - Σπάρτη και Σπάρτη - Αθήνα, μέσα σε πέντε ημέρες χωρίς ύπνο. Και αν όλα αυτά τα έχει διαπράξει μέσα σε διάστημα 20 ετών, από το 1984 μέχρι το 2004. Χωρίς να περιμένει τίτλους, βραβεία, έπαθλα, κοσμικές συναθροίσεις, δημοσιότητα, γνωριμίες και αξιώματα, ε, τότε, πλήθος βουλευτών, πλήθος πρωταθλητών, πλήθος επωνύμων, πλήθος παρατρεχάμενων, όλοι μπροστά του είναι ένα μεγάλο, κούφιο τίποτα!
«Ξεκίνησα μεγάλος, γύρω στα 28. Αν και το τόξο του αθλήματος είναι ευρύ. Μπορείς ακόμα και στα 70 σου. Αρκεί να έχεις την ψυχολογία του μοναχού. Η ορειβασία στην Ελλάδα, μια πικρή ιστορία. Ηταν τόσα τα προβλήματα της μετεμφυλιακής περιόδου, αλλά και αργότερα, που το χόμπι της ορειβασίας μπροστά τους φάνταζε σαν μεγάλο, εξωπραγματικό ανέκδοτο. Από τον Αρη».
- Μόνος ήσουν;
«Οχι! Μαζί με τον μακαρίτη και κολλητό συνεργάτη Κώστα Τσιβελέκα είχαμε συγκροτήσει μικρή ομάδα. Τους λέγαμε και μας λέγανε “Οι σχοινοσύντροφοι”».
- Και πώς σου ήρθε η ιδέα; Ετσι, από τον ουρανό;
«Μέχρι τότε, το 1984, τίποτα περί ορειβασίας. Μέχρι τότε είχα αλλάξει πολλά, μα πάρα πολλά επαγγέλματα. Τα είχα κάνει όλα. Ωσπου, τυχαία, έπεσα πάνω στον αμερικανοθρεμμένο Τέρη Κωστήρογλου, με εξαιρετικές επαγγελματικές επιδόσεις στη Μύκονο της εποχής του Ζάχου Χατζηφωτίου.
Ο Τέρης έκανε χρυσές δουλειές φτιάχνοντας χειροποίητες ζώνες. Ετσι, τυχαία, ζήτησε τη βοήθειά μου, έτσι έμαθα την τέχνη κι έτσι στη συνέχεια προχώρησα μόνος μου. Εκείνη την εποχή λοιπόν, έπεσα πάνω σε μια τηλεοπτική σειρά της ΝΕΤ με θέμα “Παρθενικές αναβάσεις στα Ιμαλάια”. Δηλαδή το όριο των 8.000 μέτρων χωρίς οξυγόνο. Και τότε είπα; “Αυτό το άθλημα μου αρέσει, πρέπει να αρχίσω να σκαρφαλώνω ελληνικά βουνά”».
«Τρελοί και περιθωριακοί»
- Και οι ελληνικές ομάδες;
«Μέχρι τότε καμία ελληνική ομάδα δεν είχε σκαρφαλώσει σε αυτό το δυσθεώρητο ύψος. Στην αρχή, ως προπόνηση, σκαρφαλώσαμε στον Υμηττό και την Πάρνηθα. Αργότερα και στον Ολυμπο. Πήγα σε όλα τα ελληνικά βουνά. Και το καλοκαίρι στις Αλπεις».
- Σε όλα τα ελληνικά βουνά;
«Σε όλα. Στη συνέχεια απογειωθήκαμε. Εγώ, ο Κώστας και μια μικρή ομάδα. Χωρίς φιάλες οξυγόνου. Χωρίς σπόνσορες. Χωρίς λεφτά. Με δανεικά. Εμείς οι “lunatic”, οι τρελοί. Οι ερασιτέχνες. Οι περιθωριακοί».
- Και οι άλλοι, οι οργανωμένοι;
«Υπήρχε ο Ορειβατικός Σύλλογος Αθηνών. Οπως πάντα συμβαίνει εν Ελλάδι, κύκλος κλειστός, με εσωστρέφεια. Κάτι σαν παρεούλες με περιορισμένη δραστηριότητα».
- Και η πρώτη κατάκτηση;
«Η πρώτη ανάβαση έγινε στο μεγάλο βουνό Κιλιμάντζαρο. Των 6.000 μέτρων. Η διαδρομή ήταν εύκολη. Περπάτημα χωρίς σκαρφάλωμα. Ομως για να εξασφαλίσεις πρόσβαση, πρέπει πρώτα να πάρεις την άδεια και να πληρώσεις το Γραφείο Τουρισμού της Τανζανίας. Αμ, τι νόμιζες! Τότε το παράβολο ήταν 50 δολάρια για κάθε ορειβάτη. Σήμερα μπορεί να κοστίζει και 1.000 δολάρια.
Δεκαετία του ’80 και μια παρέα αναρχικών ορειβατών, οι «σχοινοσύντροφοι», οι «lunatic», που χωρίς φιάλες οξυγόνου, χωρίς σπόνσορες, με δανεικά λεφτά, κατάφεραν να ανεμίσουν την ελληνική σημαία στις πιο ψηλές κορφές του κόσμου (ο Καψομενάκης, δεύτερος από αριστερά)
Σήμερα όλες τις άδειες ανάβασης, χιλιάδες δηλαδή, τις έχουν αγοράσει και προπληρώσει κάποιες μεγάλες ιδιωτικές εταιρείες. Μεγάλη μπίζνα. Από αυτές τις εταιρείες πρέπει να προμηθευτείς άδεια αν θέλεις να σκαρφαλώσεις σε κάποιο μεγάλο βουνό. Τώρα, σήμερα, έρχονται κάποιοι Αλβανοί και λένε σε χορηγούς: “Πόσα δίνεις να σκαρφαλώσω στα Ιμαλάια;”. Τότε ήταν η περιπέτεια. Η μεγάλη χίμαιρα. Το αδιανόητο. Το απίστευτο».
Σχεδόν νεκρός
- Και η πρώτη αντίδραση;
«Μόλις έφτασα εκεί ψηλά, αμέσως μετάνιωσα. Κοίταξα κάτω, το μυαλό μου βρέθηκε σε ξένο και αφιλόξενο τόπο και είπα: “Εγώ ποτέ άλλοτε δεν θα ξαναπατήσω εδώ”. Από την έλλειψη οξυγόνου ξερνούσα. Ηταν αδύνατο στην αρχή να μετακινήσω το κορμί μου. Ημουν σχεδόν νεκρός. Κι όμως, τότε κάναμε ρεκόρ. Ενας το έκανε, ο Κώστας. Δεν θυμάμαι ακριβώς τους χρόνους, αλλά νομίζω πως μέσα σε 24 ώρες ανεβήκαμε και κατεβήκαμε.
Ανοργάνωτοι. Χωρίς προϋπηρεσία και εμπειρία. Για να φανταστείς ποια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα, αρκεί το επιφώνημα του θρυλικού Γιάννη Διακογιάννη όταν είπε: “Μα υπάρχει ελληνική ορειβασία;”. Και ακόμα να φανταστείς πως στο ταξίδι επιστροφής για Ελλάδα, δεν είχαμε λεφτά να φάμε και αναγκαζόμασταν να ζητάμε δανεικά».
- Τρομερή η διαφορά ανάμεσα στον Ολυμπο και στο Κιλιμάντζαρο;
«Αν είναι, λέει! Ο Ολυμπος με 2.917 μέτρα, όταν η υψηλότερη κορυφή στο Κιλιμάντζαρο είναι 5.895 μέτρα».
- Και ενώ είχες μετανιώσει και είχες αποφασίσει να μην το ξανακάνεις, εσύ συνέχισες...
«Φυσικά. Κάθε φορά ακόμα πιο ψηλά. Κάθε φορά η φιλοδοξία μεγάλωνε, ψήλωνε, φούσκωνε ακόμα πιο ψηλά. Ασταμάτητα. Τη μια στιγμή μετάνιωνες, την άλλη μετάνιωνες που είχες μετανιώσει. Ακόμα πιο ψηλά».
- Αχόρταγος...
«Καμία κορυφή δεν ήταν ικανή να χορτάσει την πείνα σου. Οσο ψηλά κι αν ήταν, έπρεπε διαρκώς να κατακτάς».
Η παρθενική ανάβαση
- Αυτή και η μοίρα της ανθρώπινης περιπέτειας...
«Ναι, είναι και πάντα θα είναι. Ετσι, αμέσως μετά ο στόχος ήταν η κατάκτηση της Ακονκάγκουα. Το ψηλότερο βουνό στην Αμερική, Βόρεια και Νότια. Με 6.959 μέτρα στις Ανδεις, στην επαρχία Μεντόσα της Αργεντινής, 15 χιλιόμετρα από τα σύνορα με Χιλή. Κι αυτή η περίπτωση δεν ήταν τόσο δύσκολη. Μοναδικός παράγοντας δυσκολίας εκείνη την εποχή, οι καιρικές συνθήκες.
Οι προβλέψεις συνήθως δεν επαληθεύονταν. Ο καιρός, ο απόλυτος ρυθμιστής. Επομένως, ο παράγοντας “τύχη” ήταν ο πρωταγωνιστής. Αν έχεις τύχη, διάβαινε. Τέσσερις καταφέραμε να σκαρφαλώσουμε στην κορυφή. Ο Τσιβελέκας, ο Παρασκευαΐδης, ο Στάικος κι εγώ. Μέχρι τότε δεν είχε ανεβεί Ελληνας σε τόσο μεγάλο υψόμετρο. Ηταν η ελληνική, παρθενική αναμέτρηση με ένα τόσο μεγάλο υψόμετρο».
- Μα, καλά, δεν υπήρχαν τότε άλλοι ορειβάτες;
«Υπήρχαν. Αλλά να ξέρεις πως τότε είχαν δραστηριοποιηθεί και λειτουργούσαν δύο κατηγορίες ορειβατών. Η πρώτη αποτελούνταν κυρίως από άρτια εκπαιδευμένους στην τεχνική ορειβάτες που σκαρφάλωναν σε βραχώδη μέρη όπως στις Αλπεις. Η δεύτερη ήταν η δική μας. Εμείς, οι τρελοί, οι ερασιτέχνες, οι λαθρεπιβάτες, οι περιθωριακοί. Σαν να λέμε, από τη μια το κατεστημένο και από την άλλη οι αναρχικοί».
- Παίζατε με τον θάνατο. Απώλειες δεν είχατε;
«Πώς δεν είχαμε... Οχι από τη δική μας ομάδα. Μερικές από τις πιο γνωστές απώλειες ήταν του Μπουντόλα και του Τσατσαράγκου. Που τελικά δεν κατάφεραν να φτάσουν στην κορυφή Νότια Αναπούρνα. Εκεί παραμονεύουν να σε καταπλακώσουν θηριώδεις χιονοστιβάδες. Εκεί παίζεις κορόνα γράμματα τη ζωή και τον θάνατό σου».
- Και μέχρι την κατάκτηση των Ιμαλαΐων, ποιοι άλλοι σταθμοί και ποια τα ρίσκα;
«Η Κορντιλέρα Μπλάνκα με την υψηλότερη κορυφή Χουασκαράν στο Περού, πάλι στις Ανδεις, με υψόμετρο 6.680 μέτρα. Το αστείο της ιστορίας έχει να κάνει με την απαραίτητη εξάρτυση. Στην Αθήνα εκείνης της εποχής ήταν άγνωστο το είδος “άρβυλα ορειβασίας”. Γι’ αυτό ένας από εμάς, με χρήματα που του δίναμε, ταξίδευε μέχρι το Μόναχο και επέστρεφε με τις απαραίτητες εξαρτύσεις».
- Σκαπανείς ορειβασίας. Και στα Ιμαλάια;
«Στα Ιμαλάια τα βουνά δεν τα βλέπεις. Περπατάς επί μία ολόκληρη εβδομάδα και δεν βλέπεις τίποτα. Ανεβοκατεβαίνεις βουνοκορφές ακόμα και 5.000 μέτρων και στο τέλος, αφού έχεις διανύσει τοπία αφιλόξενα και εχθρικά, δύσκολα και σχεδόν απρόσιτα, πέφτεις πάνω σε αυτό το θηριώδες, το απίστευτο, τον θεόρατο γίγαντα. Με τις 14 κορυφές. Οι περισσότερες από την πλευρά του Νεπάλ.
Τώρα είσαι μπροστά στο αχανές. Κάτω απ’ τα πόδια σου, το έρεβος. Πρώτα βρίσκεσαι στο χωριό Λούκλα. Το αεροδρόμιο, μια σταλιά. Ενας ανηφορικός χωματόδρομος γεμάτος από κοτρόνες. Το μικρό αεροσκάφος, κάτι σαν σαράβαλο, καθώς προσγειώνεται σε αυτό τον ανήφορο, κάνει μικρές τούμπες μεταξύ αέρος και χωματόδρομου. Απίστευτο και μοναδικό. Αλησμόνητο».
- Πάλι αδέκαροι και πάλι περιθωριακοί;
«Οχι, τότε, επειδή είχαμε γίνει κάπως γνωστοί, κάποιος Κεφαλονίτης -Αγγελάτος το όνομά του και εκδότης παιδικών βιβλίων στον Καναδά- πρόσφερε το ιλιγγιώδες ποσό, έτσι το βλέπαμε εκείνη την εποχή, των 200.000 ευρώ. Ηταν το 2004, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Τότε ήταν που σκαρφαλώσαμε στα 8.848 μέτρα. Η πρώτη πετυχημένη και αμιγώς ελληνική αποστολή. Τότε, για πρώτη φορά, με φιάλες οξυγόνου. Είχαν προηγηθεί κι άλλες απόπειρες, όπως εκείνη του 1990 στο Τσο Ογιού, σε ύψος 8.201 μέτρων. Εκεί, μάλιστα, το 2003 είχε αφήσει την τελευταία του πνοή ο ορειβάτης Χρήστος Μπαρούχας. Κατάφερε να ανεβεί, αλλά δεν επέστρεψε ποτέ».
- Φτάνεις, λοιπόν. Μετά τι κάνεις, κοιμάσαι;
«Από τα 7.500 μέτρα και πιο ψηλά είναι αδύνατον να επιβιώσεις πάνω από ένα 24ωρο. Αν κοιμηθείς, ρισκάρεις. Ανεβαίνεις και μετά πρέπει αμέσως να επιστρέψεις. Η χειρότερη και πιο δύσκολη πορεία είναι η καθοδική, η κατάβαση, η επιστροφή. Πολλοί ορειβάτες κοιμήθηκαν και ποτέ δεν ξύπνησαν. Αφθονα τα θύματα. Το βουνό σε παίρνει μαζί του. Σε στοιχειώνει. Αντί να το κατακτήσεις, σε κατακτά εκείνο. Ολοκληρωτικά. Εκεί ψηλά αφήνεις την τελευταία ανάσα σου, την ψυχή σου και τα κόκαλά σου».
Η απόλυτη ψυχανάλυση
- Ποιο το κίνητρό σου; Να αποδείξεις στους άλλους πως εσύ κάνεις κάτι που οι άλλοι δεν μπορούν και ότι μόνο στα όνειρά τους και στο σινεμά μπορούν να δουν;
«Οχι γι’ αυτό. Μπορεί να το έκανα για να φύγω, να δραπετεύσω. Είναι ζήτημα ψυχανάλυσης. Το βουνό είναι τόπος ψυχανάλυσης. Εκεί πάνω είσαι μονίμως έκθετος. Ανάμεσα σε σχοινοσυντρόφους διαπιστώνεις πως τίποτα δεν ξέρεις. Εκεί πάνω όλα διευρύνονται και όλα αποκαλύπτονται.
Σχέσεις καταστρέφονται. Φιλίες απομυθοποιούνται και γκρεμίζονται. Ταυτόχρονα καινούριες φιλίες δημιουργούνται. Ολα ανατρέπονται. Η κούραση, η κατάκτηση, η αποκάλυψη, η ψυχανάλυση, όλα αυτά που βρίσκονται εν ύπνω στην πεζή καθημερινότητα της πόλης, εκεί πάνω, στα 8.000 μέτρα, αποκτούν μυθικές, θεϊκές διαστάσεις. Πρόσωπο με πρόσωπο με την αλήθεια. Το περιβάλλον είναι απάνθρωπο. Φαντάσου πως αυτός ο μοναδικός, ο μεγαλύτερος “βουνάνθρωπος” όλων των εποχών, ο Ράινχολντ Μέσνερ, είχε πει: “Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκαρφαλώνουν οι άνθρωποι σε μεγάλα βουνά ύψους 8.000 μέτρων».
Τρέχοντας στο Σπάρταθλον: «Πήρα μέρος σε αυτή την πορεία επί πέντε συνεχόμενα χρόνια. Από το 1985 μέχρι και το 1989. Οι πρώτες τρεις απόπειρες κατέληξαν σκέτη αποτυχία, αλλά στις δύο τελευταίες τα κατάφερα. Εκανα την πορεία στο πηγαινέλα, μέσα σε πέντε ημέρες, χωρίς να κάνω στάση για να κοιμηθώ. Μια απόσταση περίπου 248 χιλιομέτρων από το Καλλιμάρμαρο μέχρι τη Σπάρτη»
- Κι όμως, ο Μέσνερ σκαρφάλωνε διαρκώς, το ίδιο κι εσύ.
«Να σ’ το πω πιο απλά. Τότε, λοιπόν, αισθανόμουν ερωτικά. Μπορεί ένας άνδρας να ζήσει χωρίς γυναίκα; Οχι, δεν μπορεί».
- Και το Σπάρταθλον; Από την ορειβασία και τα Ιμαλάια στη μεγάλη πορεία και από τον Μέσνερ στον Φειδιππίδη (ο θρυλικός οπλίτης των Αθηναίων που το 490 π.Χ. με εντολή των Αθηναίων έσπευσε προς τη Σπάρτη να ζητήσει βοήθεια από τους Λακεδαιμονίους για τη Μάχη του Μαραθώνα, διανύοντας απόσταση πάνω από 200 χιλιόμετρα σε δύο ημέρες).
«Πήρα μέρος σε αυτή την πορεία επί πέντε συνεχόμενα χρόνια. Από το 1985 μέχρι και το 1989. Οι πρώτες τρεις απόπειρες κατέληξαν σκέτη αποτυχία, αλλά στις δύο τελευταίες τα κατάφερα.
Μάλιστα, χωρίς αυτό να έχει πιστοποιηθεί επισήμως, άρα κάποιος μπορεί να το αμφισβητήσει, έκανα την πορεία στο πηγαινέλα, μέσα σε πέντε ημέρες, χωρίς να κάνω στάση για να κοιμηθώ. Μια απόσταση περίπου 248 χιλιομέτρων από το Καλλιμάρμαρο μέχρι τη Σπάρτη. Με τον όρο να τερματίσεις σε 36 ώρες και με επίσης αυστηρό όρο ότι πρέπει απαραιτήτως σε πέντε προκαθορισμένα σημεία, όπως στην Κόρινθο, να έχεις φτάσει συγκεκριμένη ώρα. Αν αργήσεις έστω ένα λεπτό, κόβεσαι, φεύγεις».
- Για πες, πώς αισθάνεσαι;
«Μέχρι τα πρώτα 42 χιλιόμετρα, στα Μέγαρα, το σώμα σου είναι ο οδηγός σου. Το αισθάνεσαι. Μετά τίποτα. Μετά αναλαμβάνει να σε οδηγήσει το μυαλό σου. Αν τα καταφέρει. Αν αντέξει. Εσύ και το μυαλό σου. Χωρίς το σώμα σου. Αυτό σε έχει εγκαταλείψει».
- Και τώρα;
«Τώρα θα σου πω το καλύτερο. Το πιο αποκαλυπτικό. Ε, λοιπόν, είναι ακόμα πιο δύσκολο και πιο επώδυνο, ακόμα και από την κατάκτηση των Ιμαλαΐων, να προσπαθείς να αποδείξεις και να πείσεις στην Ελλάδα πως αυτό που κάνεις, αυτό που κάνω με τις χειροποίητες ζώνες και τσάντες, δεν είναι φαΐ. Να πείσεις τους Ελληνες για αισθητική».
Φεύγοντας μου ήρθε στο μυαλό κάτι που έχουν γράψει για τον Ράινχολντ Μέσνερ. Κάτι που ταιριάζει γάντι σε αυτόν τον «μικρό», τον τόσο δα γίγαντα που περιφέρεται ανάμεσά μας: αν η αρτιότητα ενός πλάσματος μετριέται σε πνευματική και σωματική ισχύ, τότε ο Πέτρος Καψομενάκης αποτελεί την ενσάρκωση της ολοκλήρωσης μετά το φύσημα του Θεού. Από κάποιο σημείο της ζωής του κι έπειτα δεν ήταν αυτός, αλλά η Φύση εκείνη που ανεπιτυχώς προσπαθούσε να δαμάσει τον μεγαλύτερο κατακτητή της!
(πηγή: protothema.gr)