Μια μεγάλη παρέα νεαρών με τα ποδήλατα τους είχε κάνει στάση χθες, βράδυ Σαββάτου, στην πλατεία Ομονοίας, λίγες ημέρες μετά την παράδοση της ξανά στους κατοίκους και επισκέπτες της πρωτεύουσας μετά την ανάπλαση της. Έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά τους, πριν συνεχίσουν την βόλτα τους, στην ανοιξιάτικη Αθήνα που σταδιακά δείχνει να γυρνάει στην κανονικότητα. Οι περισσότεροι από τους οδηγούς αυτοκινήτων που διέσχιζαν περιμετρικά την πλατεία σταματούσαν για μερικά δευτερόλεπτα για να βγάλουν οι συνεπιβάτες τους επίσης φωτογραφίες και βίντεο. Η Ομόνοια στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κατοίκων της Αθήνας! Ο χρόνος θα δείξει εάν θα γίνει μια μόνιμη στάση στις περιηγήσεις τους, εάν θα γίνει το νέο hot spot της πόλης.
Κάτι που σίγουρα συνέβαινε 100 και πλέον χρόνια πριν, όπως μας περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης στο βιβλίου του «Έζησα την εποχή της Μπελ Επόκ» που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Polaris. Μια πλατεία που ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης (1871-1951) περπατούσε καθημερινά για περισσότερες από δύο δεκαετίες για να πάει στο γραφείο του, στο Εθνικό Θέατρο, που άφησε ανεξίτηλα το στίγμα του, καθώς διατέλεσε μέλος του πρώτου διοικητικού συμβουλίου του και πρώτος διευθυντής Προσωπικού και Εθιμοτυπίας. Την περπατούσε όμως και πριν αναλάβει τα καθήκοντα του στο Θέατρο, συνομιλώντας με τον απλό κόσμο, με συγγραφείς και καλλιτέχνες καταγράφοντας την πορεία της πόλης στο χρόνο.
Το πραγματικό κέντρο της Αθήνας
«Η Ομόνοια με τα Χαυτεία και τα γύρω της καφενεία, ζυθοπωλεία και εστιατόρια αποτελούσε-όπως περιγράφει ο Λιδωρίκης- το πραγματικό κέντρο του κινουμένου πληθυσμού μέσα στην Αθήνα. Όλα τα ραντεβού για δουλειές εδίδοντο στην Ομόνοια και στα Χαυτεία, γνωστόν σημείον της πόλεως. Τα τέσσερα -πέντε καφενεία των Χαυτείων ήταν γεμάτα όλη την ημέρα, με διαρκές έμπα και έβγα του κόσμου πάσης εργασίας. Οι πολιτευόμενοι που έφθαναν από τας επαρχίας και κατέλυαν εις τα περί την Ομόνοια ξενοδοχεία, είχαν τα καφενεία σαν ένα είδος γραφείων, όπου συμπολίται τους και ρουσφετολογούντες Έλληνες και κομματάρχαι τούς συναντούσαν. Στα Χαυτεία και στην Ομόνοια και σε διάφορα σημεία των εστάθμευαν τα περισσότερα και ωραιότερα αθηναϊκά αμάξια με τους γνωστούς και καλούς αμαξάδες, περιζήτητους τότε. Τα αμάξια, καλοζεμένα και καθαρά, περίμεναν στις διάφορες στάσεις, γραμμή το ένα πίσω από το άλλο στα πεζοδρόμια, και κοντά το ένα στο άλλο, γύρω στην πλατεία. Οι αμαξάδες εκάθηντο στα καφενεία φουμάροντες τον ναργιλέ τους. Και όταν κανείς πελάτης ζητούσε ορισμένον αμαξά, κάποιος που έμενε στη στάση γι' αυτόν το σκοπό έτρεχε και ειδοποιούσε τον αμαξά, που άφηνε τον ναργιλέ και έτρεχε να πάρει το αγώγι του».
«Μια πλατεία με αντιθέσεις»
«Ο ταξιδιώτης που ήρχετο στας Αθήνας και ήταν υποχρεωμένος, λόγω παραμονής του στην πρωτεύουσα επί κάμποσες ημέρες, να περνάει μερικές ώρες στα καφενεία της Ομονοίας, θα παρατηρούσε πάντοτε στην ίδια θέση, στα ίδια τραπέζια, τους ίδιους τύπους. Αυτοί ήσαν οι γνωστοί καφενόβιοι των Αθηνών και ειδικώς ενδιατρίβοντες εις τα περί την Ομόνοιαν καφενεία. Όλη τη μέρα και τις περισσότερες ώρες της νυκτός τις περνούσαν στον καφενέ. Η ζωή τους ήταν ο καφενές. Τι έκαναν; Κανόνιζαν τα πάντα. Ανελάμβαναν κάθε δουλειά ξένου που είχε χάσει τα νερά του μέσα στην πρωτεύουσα. Αυτοί σπίτι δεν είχαν. Όποιος τους εχρειάζετο έπρεπε να τους ζητήσει στο καφενείο και αν εκεί δεν τους έβρισκε, να άφηνε μια σημείωση στο πάγκο.
Γύρω από τους πάγκους της Ομονοίας τα ξημερώματα είχαν στέκι τακτικό οι σαλεπιτζήδες και οι κουλουρτζήδες. Τις άλλες ώρες της ημέρας ο απαίσιος πασατεμπάς, με το βρόμικο σακούλι του, δεν έπαυε να κάνει βόλτες και να διαλαλεί το εμπόρευμά του. Με μια πεντάρα ο τακτικός συνδρομητής των πάγκων αγόραζε ένα ποτηράκι σπόρους από τον κραυγάζοντα τσακατσούκαν, και κρίτσι κρίτσι ξεκαθάριζε το αλμυρόν εμπόρευμα και μασώντας σκάλιζε στους πάγκους με τον σουγιά του -τον γνωστόν Κολοκοτρώνη- το όνομά του, το επίθετό του και όποια άλλη ανοησία τού κατέβαινε στο κεφάλι. Το σκάλισμα στους πάγκους, στα δένδρα, στις θύρες των δικαστηρίων και των δημοσίων καταστημάτων, καθώς και τα γραψίματα στους διαφόρους τοίχους υπήρξε πάντοτε ελληνική μανία. Αλλά η πλατεία της Ομονοίας καθίστατο αγνώριστη οσάκις επρόκειτο να διέλθουν δι' αυτής επίσημοι ξένοι, που έφθαναν στην πρωτεύουσα διά των δύο σιδηροδρόμων Αθηνών -Πειραιώς και του ΣΠΑΠ. Οι σταθμοί εξωραΐζοντο και όλος ο περί την Ομόνοια χώρος, μαζί με τους δύο δρόμους που έφεραν προς αυτήν, άλλαζαν όψιν. Αλλά η μεταβολή της διετηρείτο όσον και τα ρόδα. Την άλλη μέρα το πρωί, τα ίδια και τα ίδια. Έπρεπε να περάσουν χρόνια και χρόνια για να καθαρισθεί το κέντρον αυτό της πόλεως, που απετελείτο πραγματικά από περιέργους αντιθέσεις.
Κοντά στα ονομαστά καφενεία του «Ζούνη», του «Χαραμή», του «Τσόχα», του «Ζαχαράτου», την «Αργολίδα» και άλλα, που έγραψα γι' αυτά, υπήρχαν φανερά και ελεύθερα κατ' αρχάς, μυστικά και απηγορευμένα κατόπιν, τα χαρτοπαίγνια, μεγάλη πληγή της Αθήνας. Μια φορά κι έναν καιρό εκυριαρχούσαν στην Αθήνα, για να μην πω πως την κυβερνούσαν», αναφέρει επίσης μεταξύ άλλων στα απομνημονεύματα του.
(πηγή: ogdoo.gr)