Ο ίδιος μεγάλωσε στη Γαλλία και αρκετά συχνά μικρός πήγαινε στο γήπεδο επειδή του άρεσε η ατμόσφαιρα. Σπούδασε ιστορία, διεθνείς σχέσεις και δημοσιογραφία, ενώ η αγάπη του για το ποδόσφαιρο τον οδήγησε ως τη Χιλή προκειμένου να μελετήσει τον αγώνα της χώρας με τη Σοβιετική Ένωση το 1973, ο οποίος δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ εξαιτίας του πραξικοπήματος που είχε ξεσπάσει μερικές βδομάδες πριν στο κράτος της Λατινικής Αμερικής.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, στόχος του μέσα απ’ αυτό το πρότζεκτ είναι να αλλάξει η εντύπωση που έχει ο κόσμος για αυτή τη συγκεκριμένη μερίδα ποδοσφαιρόφιλων. Και τι καλύτερο, από το να αφήσει τους ίδιους τους οπαδούς να δείξουν με τα δικά τους μάτια, την αγάπη τους για το άθλημα.
Στα φιλμ που συγκέντρωσε ο Αλέξανδρος φαίνεται και με το παραπάνω. Άνθρωποι να ανεβαίνουν πάνω σε πεζούλια και χωμάτινους λώφους για να δουν τον αγώνα, να κοιμούνται στα λεωφορεία της επιστροφής εξαντλημένοι απ’ το περπάτημα, τις φωνές και τα συνθήματα, να τρωνε λουκάνικα και να πίνουν μπύρες έξω από το γήπεδο.
Ο ίδιος στην αρχή ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός για το αν θα πετύχει το πρότζεκτ. Οι πρώτοι οπαδοί στους οποίους έστειλε φωτογραφική μηχανή ήταν σ’ εκείνους της ΡΚ Στρασμπούρ, που, προς μεγάλη του χαρά, ξετρελάθηκαν και άρχισαν αμέσως να φωτογραφίζουν. «Στους πιο πολλούς άρεσε η ιδέα, καθώς ήξεραν πως οι ίδιοι θα μπορούσαν να ορίσουν τι θέλουν να δει ο κόσμος για εκείνους.
«Πολύ συχνά, ο τύπος και οι εφημερίδες είναι αυτοί που καλούνται να δείξουν ποιοι είναι και ποιοι δεν είναι. Γι’ αυτό υπάρχει μια δύσκολη σχέση μεταξύ οπαδών και δημοσιογράφων. Εγώ δεν είμαι εδώ, όμως, για να βάλω όρια ή φίλτρα στο τι θα δείξουν. Γι’ αυτό ακριβώς και γω τους έδωσα αυτές τις φωτογραφικές μηχανές, ώστε όλοι τους να έχουν το ίδιο ακριβώς εργαλείο και τον ίδιο αριθμό φωτογραφιών».
Δεν έχουν λείψει, βέβαια, οι φορές που οπαδοί του έχουν αρνηθεί, με μεγαλύτερο «όχι» από εκείνους της Μονακό, ακριβώς επειδή ήταν δύσπιστοι σχετικά με το πως θα χρησιμοποιούνταν οι φωτογραφίες αργότερα.
Επόμενός του στόχος, να επεκταθεί το πρότζεκτ του και στην Ελλάδα. Ο ίδιος μετακόμισε στην Αθήνα το 2018 και σήμερα κάνει ανταποκρίσεις για το γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων ενώ συνεργάζεται με τα κορυφαία αθλητικά περιοδικά και εφημερίδες της Γαλλίας, μεταξύ των οποίων την L’equipe, το France Football και το So Foot.
Ο ίδιος μπορεί να μεγάλωσε στη Γαλλία, ωστόσο, η αγάπη του για την Ελλάδα είναι πολύ μεγάλη. Η απόφαση να αφήσει το Παρίσι για την Αθήνα δεν ήταν απλή, με τον Έλληνα πατέρα του, μάλιστα, να εκπλήσσετε όταν του το ανακοίνωσε. «Πολύς κόσμος δεν κατάλαβε γιατί άφησα το Παρίσι για να ρθω στην Ελλάδα, την ώρα που όλοι οι νέοι προσπαθούν να φύγουν απ’ αυτή. Ούτε ο ίδιος ο πατέρας μου δεν κατάλαβε και με ρωτούσε αν είμαι σίγουρος. Αυτό που με εξίταρε, όμως, ήταν πως έπρεπε να φτιάξω μια νέα κοινωνική ζωή πάλι από την αρχή, να κάνω καλύτερα τα ελληνικά μου, να γνωρίσω την δεύτερη πατρίδα μου. Επέλεξα να το κάνω στα 30 μου γιατί αργότερα θα ήταν πολύ δύσκολο».
Από την πρώτη μέρα που έφτασε στην Αθήνα έως σήμερα, η εικόνα που είχε για εκείνη έχει αλλάξει κατά πολύ. «Είναι μια πόλη χαοτική και όχι πολύ όμορφη. Έχει, όμως, κάτι το ξεχωριστό: χαρακτηρά. Όσο ζεις σ’ αυτή, μαθαίνεις να την αγαπάς».
Δεν έχει μείνει, όμως, μόνο εκεί. Μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια, έχει προλάβει να ταξίδεψει αρκετά στη χώρα και να γράψει στα γαλλικά μέσα για το καυτό ντέρμπι της Τούμπας μεταξύ ΠΑΟΚ και Ολυμπιακού, το μουσείο που είναι αφιερωμένο στον Πλατινί στην Κύπρο και να πάρει συνέντευξη από τον Ματιέ Βαλμπουενά, τον Γάλλο σταρ που πρωταγωνιστεί με τη φανέλα του Ολυμπιακού.
Μπορεί το ελληνικό ποδόσφαιρο να μην βρίσκεται στο επίπεδο του γαλλικού, ωστόσο, ο ίδιος έχει εκπλαγεί από τις θερμές ατμόσφαιρες που δημιουργούν οι οπαδοί στα ελληνικά γήπεδα.
«Στις τάξεις των οπαδών παγκοσμίως, υπάρχουν όλοι οι άνθρωποι. Το ίδιο συμβαίνει και στις κοινωνίες μας. Δεν είναι εύκολο πράγμα να είσαι οπαδός. Αφιερώνεις χρόνο, ενέργεια και χρήματα για να υποστηρίξεις μια ομάδα» σημειώνει. «Δεν πρόκειται για μερικούς ανθρώπους που πηγαίνουν σ’ ένα γήπεδο μόνο και μόνο για να τραγουδήσουν. Μέσα απ’ αυτό, δημιουργούνται κοινωνικές σχέσεις. Μοιράζεσαι τη χαρά και τη λύπη σου, όλα τα συναισθήματα. Κι αυτό είναι το πιο ωραίο».
Υ.Γ. Η συνέντευξη έγινε πριν την εξάπλωση του Covid-19 στον πλανήτη. Στις 15 Μαΐου επανεκκίνησε πρώτο το γερμανικό πρωτάθλημα με άδειες, όμως, τις εξέδρες. Μια εικόνα απόκοσμη και ξένη. Ο φόβος για κεκλεισμένων των θυρών αγώνες και την επόμενη αγωνιστική χρονιά είναι υπαρκτός. Μεγάλη μας ελπίδα να τελειώσει όλο αυτό όσο πιο γρήγορα γίνεται και τα γήπεδα να γεμίσουν ξανά με φωνές και πανηγύρια. Γιατί ποδόσφαιρο χωρίς κόσμο, είναι ένα ξένο ποδόσφαιρο.
(πηγή: athensvoice.gr)